«Για όσους αναρωτιούνται γιατί πηγαίνουμε σχολείο».

2013-09-07 16:14

Γράφει ο Ζαφείρης Σπ. Χρήστος

 

 

 

Είναι αναμφισβήτητο και ταυτόχρονα πασιφανές ότι η σύγχρονη πραγματικότητα διέπεται από πλήθος αλλαγών σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας πράγμα που σημαίνει ότι διαμορφώνεται πλέον ένα πλαίσιο πολλαπλών προκλήσεων, απαιτήσεων για κάθε άνθρωπο που θέλει να είναι μέτοχος και κοινωνός των εξελίξεων και όχι απλός θεατής τους. Το σχολείο, λοιπόν, αποτελεί αρωγό σε αυτήν την προσπάθεια, εξάλλου και η λατινική ρήση το επιβεβαιώνει: «Non scolae sed vitae discimus» δε μαθαίνουμε για το σχολείο αλλά για τη ζωή. 

Πιο συγκεκριμένα, το σχολείο συμβάλλει στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων, τόσο με την παροχή γνώσεων, όσο και με την καλλιέργεια των νοητικών αρετών (κρίση, μνήμη, φαντασία). Είναι -θα μπορούσαμε να πούμε- «το φως», ο πολύτιμος «οδηγός μας» και συνάμα ο μεγάλος μας Δάσκαλος.  Έτσι, το άτομο καθίσταται ικανό, να επιλέξει, να συγκρίνει, να διασταυρώσει πληροφορίες και να αντιμετωπίζει κριτικά την πληθώρα των μηνυμάτων που δέχεται. 

Εξάλλου, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι η χρήση της νέας τεχνολογίας, της πληροφορικής, στο σχολείο αυξάνει τις δυνατότητες απόκτησης νέων γνώσεων ή άσκησης των ήδη αποκτημένων. Ο νέος έρχεται σε επαφή με το συναρπαστικό κόσμο της τεχνολογίας μαθαίνοντας τις δυνατότητες που αυτή του δίνει. Βέβαια, οι σύγχρονοι νέοι από πολύ μικρή ηλικία έρχονται πλέον σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες, πράγμα που σημαίνει ότι το σχολείο του δίνει περισσότερο τη δυνατότητα και το ερέθισμα για απόκτηση επιπλέον γνώσεων επί αυτού του επιστημονικού πεδίου.

Η καταπολέμηση της αμάθειας συνδέεται επίσης με την απόρριψη του φανατισμού και του δογματισμού. Επομένως, το άτομο καθίσταται δεκτικό σε νέες απόψεις πέρα από προκαταλήψεις που παρεμποδίζουν την ενάργεια της σκέψης. Είναι βέβαιο ότι, αν το σχολείο δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει υγιείς προσωπικότητες και καθαρά μυαλά λυτρωμένα από την προκατάληψη και το ρατσισμό, είναι παντελώς αποτυχημένο και χρήζει μεταρρυθμίσεως.  

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο ν’ αναφερθεί ο ρόλος του σχολείου ως φορέας κοινωνικοποίησης. Εντάσσει το άτομο σε μία ευρύτερη κοινωνική ομάδα από εκείνη της οικογένειας και καλλιεργεί αρετές, όπως η άμιλλα, η συνεργασία, η ομαδικότητα κ.ά. Κάθε σχολική μονάδα είναι και μια «μικρή» κοινωνία, μέσα στην οποία διαβιούν οι «μικροί» της πολίτες, αυτοί –δηλαδή- που θα ενηλικιωθούν και θα αναλάβουν τα ηνία της «μεγάλης» κοινωνίας. 

Επιπλέον, μέσα στο χώρο της εκπαίδευσης καθίσταται εφικτή η ενεργοποίηση ηθικών στοιχείων της προσωπικότητας π.χ. αυτοέλεγχος, αυτοπειθαρχία, σεβασμός κτλ. Είναι λοιπόν εμφανές, ότι το νεαρό άτομο αποκτά εφόδια που θα του επιτρέψουν ν’ αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. 

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στην προσφορά του σχολείου στην πολιτική αγωγή του ατόμου. Εθίζει σε δημοκρατικές διαδικασίες μέσα από το θεσμό των μαθητικών κοινοτήτων και καθιστά κατανοητή την έννοια της συνυπευθυνότητας για την επίλυση των κοινών προβλημάτων. Αυτό που έχει ανάγκη πραγματικά κάθε κοινωνία είναι οι πολίτες της να είναι βαθειά δημοκρατικοί άνθρωποι με ηθικές αξίες και αρχές. Στις μέρες μας αυτήν την προσφορά έχει απόλυτη ανάγκη η κοινωνία μας. Αν το σχολείο ποτίσει τις ψυχές των παιδιών του με δημοκρατικές αξίες, ήθος και αρχές, η κοινωνία- όποια κρίση και αν διέρχεται- θα ξαναγεννηθεί και σίγουρα θα ακμάσει. 

Τέλος, σημαντικός είναι ο ρόλος του σχολείου όχι μόνο για την απόκτηση αυτογνωσίας μέσα από διαδικασίες αξιολόγησης και κριτικής αλλά και για την απόκτηση εθνικής και οικονομικής συνείδησης που θα επιτρέψει τη δημιουργική και δυναμική ένταξη στον παγκόσμιο πολιτισμικό χωροχρόνο. 

Όσα όμως προαναφέρθηκαν δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το σχολείο στις μέρες μας λειτουργεί με ιδανικό τρόπο και ανταποκρίνεται πλήρως τόσο στις ατομικές, όσο και στις κοινωνικές ανάγκες. Είναι προφανές ότι υπάρχουν αδυναμίες στη λειτουργία του,  κενά στην προσφορά του τα οποία θα μπορούσαν να καλυφθούν με συγκεκριμένες αλλαγές. Ειδικότερα: 

- Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας μέσα από τη διαλεκτική προσέγγιση της γνώσης και την έμπρακτη απομάκρυνση από τη διαδικασία της στείρας απομνημόνευσης. Για να επιτευχθεί το παραπάνω επιβάλλεται ο δάσκαλος ν’ αναδειχθεί σε παιδαγωγό που με όπλα την ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια, την ανεκτικότητα και τη διαλλακτικότητα θα έχει ως κύριο μέλημα να διαμορφώσει ολοκληρωμένες προσωπικότητες «καταργώντας κατ’ ουσίαν τον εαυτό του». 

Είναι αναγκαία η επέκταση της χρήσης της πληροφορικής σ’ όλα ανεξαιρέτως τα σχολεία με τρόπο που να καταργεί τις ανισότητες στην εκπαίδευση και να λαμβάνει υπόψην τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε μαθητή. 

Επιπλέον, η εκπαίδευση θα πρέπει να αποκτήσει ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο (έμφαση στη διδασκαλία μαθημάτων που υπηρετούν τη μόρφωση και τη γενική καλλιέργεια), να αποδεσμευτεί από το πνεύμα της βαθμοθηρίας, ώστε να λειτουργήσει ως χώρος δημιουργίας και προετοιμασίας ανθρώπων ώριμων πνευματικά, ισορροπημένων ψυχικά και ευαισθητοποιημένων κοινωνικά. 

Προς αυτή την κατεύθυνση καθοριστικός είναι ο ρόλος όσων μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία και ιδιαίτερα του δασκάλου, ο οποίος θα πρέπει «πέρα από απειλές, λοιδορίες, ειρωνείες, σαρκασμούς» να αποτελεί εμψυχωτή και καθοδηγητή των μαθητών παράδειγμα προς μίμηση τόσο μέσα από το διδακτικό του έργο, όσο και από την γενικότερη συμπεριφορά του.

 Συνακόλουθα: Το σχολείο πρέπει να παρακολουθεί τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις και να ωθεί σε δραστηριότητες κοινωνικού περιεχομένου σε αντίστοιχα θέματα (π.χ. προστασία, φυσικού περιβάλλοντος, ανθρώπινα δικαιώματα, ειρήνη κτλ). 

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν δε συνιστούν ουτοπικό όραμα αλλά εφικτή προοπτική για κοινωνίες που έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασία του σχολείου για την πρόοδο και την ευημερία και τον πολιτισμό.